- λαμπρότης
- 2987 λαμπρότης{сущ., 1}сияние, яркость, великолепие, блистательность (Деян. 26:13).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
λαμπρότης — λαμπρότης, ητος, ἡ (AM) βλ. λαμπρότητα … Dictionary of Greek
λαμπρότης — brilliancy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπροτήτων — λαμπρότης brilliancy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότησι — λαμπρότης brilliancy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότησιν — λαμπρότης brilliancy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητα — λαμπρότης brilliancy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητας — λαμπρότης brilliancy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητες — λαμπρότης brilliancy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητι — λαμπρότης brilliancy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητος — λαμπρότης brilliancy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek